κεραυνοβολία

κεραυνοβολία
η (ΑΜ κεραυνοβολία) [κεραυνοβολώ]
εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση
νεοελλ.
1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της
2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεραυνοβολίας — κεραυνοβολίᾱς , κεραυνοβολία thunder storm fem acc pl κεραυνοβολίᾱς , κεραυνοβολία thunder storm fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβολίαν — κεραυνοβολίᾱν , κεραυνοβολία thunder storm fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβολιῶν — κεραυνοβολία thunder storm fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Молния Зевса — Битва Зевса и Тифона. Вазопись, ок. 550 до н. э …   Википедия

  • κεραυνοβολέα — κεραυνοβολέα, ἡ (Μ) η κεραυνοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολία, ουσ. τής μτγν. αρχ. ελλ.] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”