- κεραυνοβολία
- η (ΑΜ κεραυνοβολία) [κεραυνοβολώ]εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόλησηνεοελλ.1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία.
Dictionary of Greek. 2013.